Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διαθέτω χρόνο

  • 1 διαθέτω

    (αόρ. διέθεσα), μετ.
    1) располагать, размещать; 2) пускать в ход, употреблять; вкладывать (средства, деньги); вводить (в бой); 4) выделять (средства, людей и т. п.); ассигновать, предназначать; 5) завещать; 6) располагать; иметь в распоряжении;

    δεν διαθέτω χρόνο — у меня нет времени;

    διαθέτω χρήματα — располагать деньгами, иметь деньги;

    7) распоряжаться (деньгами, временем и т. п.);

    διαθέτ τίς πιστώσεις — распоряжаться кредитами;

    8) перен. настраивать, располагать (кого-л.);
    οι τρόποι σου τον διέθεσαν όυσμενώς εναντίον μας твоё поведение настроило его против нас;

    αυτός ο καιρός με διαθέτει άσχημα — я не люблф такую погоду

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διαθέτω

См. также в других словарях:

  • διαθέτω — διέθεσα, διατέθηκα, διατεθειμένος 1. παραχωρώ προς χρήση: Μετά το θάνατό μου, θα διαθέσω το σπίτι μου στην εκκλησία. 2. χρησιμοποιώ σύμφωνα με τη διάθεσή μου: Πάντα διαθέτω αρκετό χρόνο στα παιδιά μου. 3. προκαλώ καλή ή κακή διάθεση: Ο τρόπος που …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσχολάζω — κ. σκολάζω κ. –σκολνώ (AM ἀποσχολάζω) σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι μσν. (για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω αρχ. 1. ψυχαγωγούμαι με κάτι 2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • ενδιατρίβω — (AM ἐνδιατρίβω) 1. μένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», Πολ.) 2. (για λόγο) επιμένω στις λεπτομέρειες («διό μᾱλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε περί αὐτῶν», Αριστοτ.) 3. ασχολούμαι με κάτι, επιμένω,… …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • προφθάνω — ΝΜΑ, και προφταίνω κ. προφτάνω Ν 1. προλαβαίνω να κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι (α. «πρόφτασα και βγήκα από το σπίτι» β. «προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῡς λέγων» ΚΔ, γ. «προφθάσασα καρδία γλῶσσαν» Αισχύλ.) 2. την κατάλληλη στιγμή… …   Dictionary of Greek

  • προχωρώ — προχωρῶ, έω, ΝΜΑ 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα εμπρός (α. «προχωρείτε, παρακαλώ» β. «με φωνήν που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς», Σολωμ. γ. «πρὸς ἐμὴν χεῑρα προχωρῶν», Σοφ.) 2. (για χρόνο) περνώ, κυλώ, φεύγω (α. «η νύχτα είχε προχωρήσει» β. «τοῡ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»